ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ



ΑΝΩ ΑΣΠΡΟΧΩΡΙ
Το Ασπροχώρι ονομαζόταν πρώτα Γρατσανά που όπως σημειώνει ο Κώστας Οικονόμου:
 (Κώστα Οικονόμου, ΤΑ ΟΙΚΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ – ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ, Έκδοση Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2002, σελ.92).


(Max Vasmer. Die Slaven in Griechenland. Leipnig , 1970).


«Ένα από τα Τομαροχώρια ήταν και το Ασπροχώρι (πρώτα Γρατσανά, σλαβ.) αποτελούμενο από δυο συνοικισμούς, το Επάνω Ασπροχώρι 50 σπίτια, και το Κάτω Ασπροχώρι της ακροποταμιάς 40 σπίτια, για το οποίο γίνεται παρακάτω ιδιαίτερη μνεία.
Το 1927 που βούλιαξε μέρος του εδάφους των Μπαουσιών, έπαθε καθίζηση και το Επάνω Ασπροχώρι και οι κάτοικοι από το φόβο της επανάληψης εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και μαζί με άλλους από διάφορα χωριά απετέλεσαν στις Καρυές, βορείως των Γιαννίνων, κοντά στην αποξηραμένη λίμνη Λαψίστα, καινούργιο χωριό.
Βαδίζοντας κανένας εντός του αραιόσπιτου Άνω Ασπροχωριού παρουσιάζονται μπροστά του αδιάβατα ξεκόμματα και λασπερά λακκώματα, προερχόμενα από ολισθήσεις και καθιζήσεις του εδάφους,
Στη θέση του εγκαταλειμμένου χωριού απόμειναν έρημα σπίτια, παρατημένες εκκλησιές, παραμελημένα χωράφια κι απεριποίητα περιβόλια μηλιών, κερασιών και άλλων καρποφόρων.
ΧΡΟΝΙΚΑ
1790: Στη μάχη που έγινε στις Δραμισιούς το 1790 μεταξύ Σουλιωτών και Τουρκαλβανών του Αλή, κατά την οποίαν σκοτώθηκαν μερικοί Σουλιώτες, ανάμεσα των σκοτωμένων ήταν και ο από τα Γρατσανά Μαντζούκας που πολέμησε παλληκαρίσια.
1813: Ο Μήτση Παπάς και δυο άλλοι, προεστοί των Γρατσανών (1813) έκαμαν τη νύχτα μέρα, σύρε κι έλα στα Γιάννινα, όσο να υποδουλώσουν το χωριό τους στον Αλή – Πασά. Ο τύραννος σ’ ανταμοιβή τους δώρησε εγγράφως τα σπίτια τους και χωράφια τόσα, όσα μπορεί να δουλεύει ένα ζευγάρι βόιδια μέσα σ’ ένα χρόνο κάνοντάς τους έτσι ελεύθερους γαιοκτήμονες. (Εγώ ο Βεζύρ Αλή-Πασάς δίδω το μπουγιουρντί μου του ιδικού μου Μήτση Παπά από Γρατσανά ότι του έχω χαρισμένο το σπίτι του με τα γιούρτια του και ενός ζευγαριού τόπον να δουλεύει χωρίς ήμορον παιδί του παιδιού του χωρίς να τον ενοχλήση κανένας από τους σουμπασιάδες και ανθρώπους ότι είναι ντουατζής του οτζακίου μου. Εξ αποφάσεως 1813 Μαρτίου 13 Ιωάννινα).
1813: Ο Αλής το 1813 διαθέτει 2000 γρόσια για μεταφορά νερού στο χωριό και για την κατασκευή βρύσης για να υδρεύονται οι ραγιάδες του.
1821: Τον καιρό που ο Αλής βρισκόταν πολιορκημένος από τα Σουλτανικά στρατεύματα (1821) ο από τα Γρατσανά Γιάννης Αλέξης εισέρχεται δώδεκα φορές στα Γιάννινα και συνεννοείται με τον Αλή-Πασά, σταλμένος από τους Σουλιώτες . Στο τέλος όμως γίνεται αντιληπτός και καταδιώκεται από 100 καβαλάρηδες ως τις Δραμισιούς όπου κόφτεται από τα σπαθιά τους.
ΚΑΤΩ ΑΣΠΡΟΧΩΡΙ
Καμμιά σαρανταριά μοναχιασμένα σπίτια κάτω από χαμηλούς λόφους της ακροποταμιάς, περιβαλλόμενα από καλύβια και μαντριά και χωράφια σπαρμένα με καλαμπόκια και τριφύλλια, πίσω από μεγάλα πλατάνια, φκιάνουν το Κάτω Ασπροχώρι.
Γέροι με το τσιγάρο στο στόμα και γυναίκες με τη ρόκα στηριγμένη στο ζωνάρι ή το διασίδι στο λαιμό γνέθοντας ή πλέκοντας φυλάν λιγοστά προβατάκια, μανάρια, από ζούδιο ή μεσαριάζουν καμμιά  αγελάδα στα χωράφια. Λίγη γη και ουρανό βλέπουν οι άνθρωποι και το λεωφορείο που περνάει απόπερα για τη Λίππα. Ανταμώνονται στη χάση και στη φέξη όταν λάχει να λειτουργάει παπάς στην αη-Κατερίνη. Τότε προβάλλουν από τα λόγγα και τρέχουν στην εκκλησιά όπως τα γίδια στ’ αλάτι, να λειτουργηθούν και, παλιώτερα να μοιραστούν το «κοινό». ( Πρόστιμο που επιβάλλονταν από τους δημογέροντες στον ζωοκλέφτη. Έπαιρναν από τα δικά του ζώα – όλοι είχαν από πέντε δέκα ζωντανά – εχτός από όσα είχε κλέψει, για την αποζημίωση του νοικοκύρη και ένα επί πλέον, το οποίο σφάζονταν και μοιράζονταν στην εκκλησιά σ’ όλους τους κατοίκους, μικρούς μεγάλους, στο «κοινό», απ’ όπου και τ’ όνομα).
Έγκαιρος ενεπίγραφος τάφος προβάλλει στο προαύλιο της εκκλησιάς. (ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ 1861-1959». (Επιτύμβια επιγραφή επί μαρμαρίνου τάφου στο προαύλιο της Αγίας Αικατερίνης)».
(Σπύρου Μουσελίμη, Η ΛΑΚΚΑ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ, Γιάννινα 1976, σελ. 92,93).

Ο ΓΟΥΛΑΣ (ΠΕΛΑΓΟΥΣ) ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΧΩΡΙΟΥ

«Το Ασπροχώρι είναι ένα από τα Τομαροχώρια, δυτικά της Ολύτσικας, αποτελούμενο από το κυρίως χωριό και τον συνοικισμό της ποταμιάς.
Νοτίως του κυρίως χωριού ως 1000 μ. μεταξύ δύο χαραδρών, εγείρεται κατηφοριστός ασβεστολιθικός τριγωνικός λόφος, ακουμπημένος επί φλύσχου εδάφους.
Στα χρόνια που η κάθε περιοχή ήταν ανεξάρτητη από τη γειτονική και ζούσε περιορισμένη με τα δικά της σοδέματα υπήρχε εκεί ένα οχυρό που έμνησκε η φρουρά του τόπου και κατάφευγε ο λαός σε καιρό εχτρικής επιδρομής. Φέρει το όνομα «Γουλάς ή Πελάγους». Κι αυτό συμπεριλαμβάνεται στις 70 πόλεις που κατάστρεψαν οι Ρωμαίοι το 167 π.Χ.. Κι αυτού βούισαν οι λαγκαδιές κι οι πλαγιές της Ολύτσικας από τους σκλαβωμένους που σαλαγίζονταν σαν προβατοκόπαδο στη σκλαβιά.
Εισερχόμαστε από το πάνου μέρος, από την κορφή. Προ των φυσικών προπυλαίων δρασκελάμε ανοιγμένο κιβωτιόσχημο αρχαίο τάφο διευθυνόμενον από ΒΔ προς ΝΑ. Τυχερός ο νεκρός που έπεσε στη μάχη και δεν σύρθηκε όπως οι άλλοι στη σκλαβιά.
Για να φτάσουμε στη μικρή πύλη λαξεμένη στο βράχο ανερχομέστε μερικά καγκελωτά βραχόσκαλα.
Βρισκομέστε προ μικρού φυσικού τριγωνικού πλατώματος, επί των βράχων του οποίου διακρίνονται λαξέματα και λίγη ασβεστοτοιχία.
Σε απόσταση 130 μ. από την κορφή η πλαγιά φράζονταν με τείχος του οποίου σώζονται τα βραχοθέμελα σε μήκος 20 μ. διακρινομένων των επ’ αυτών λαξεμάτων που ακουμπούσαν άλλοι ογκόλιθοι. Επί μάκρος 110 μ.. Τ’ άλλα δύο σκέλη του καταλήγουν σε γκρεμούς, 100 μ. μήκους το καθένα.
Στο εσωτερικό της βόρειας πλευράς, 40-50 μ. από την κορυφή ανοίγονται επικίνδυνες χασμάδες και βάραθρα που δημιουργούν τρόμο στον επισκέπτη και τον κάνουν να στρέφει αλλού τα μάτια του και ν’ απομακρύνεται φοβισμένος.
Σε μια από τις απαίσιες αυτές χασμάδες, κοντά στο χείλος του γκρεμού, που καταλήγει σε ευρύχωρη αίθουσα, κατάφευγαν οι κάτοικοι του Ασπροχωριού κατά τις Γερμανικές επιδρομές, τον καιρό της Ιταλογερμανικής κατοχής 1941-1944. Ίχνη οικοδομών δεν υπάρχουν. Ίσως να κατάρρεψαν από σεισμό ή διολίσθηση.
Η ονομασία «Πελάγους» (Πελάσγους) και οι σωζόμενοι ογκόλιθοι ζαλίζουν τη σκέψη μας και διερωτόμαστε μήπως βρισκομέστε προ Πελασγικού οχυρού, αν, και από τα διάφορα ευρήματα, κομμάτια κεραμιδιών στέγης, πιθαριών και αγγείων, συμπεραίνεται ότι πρόκειται περί οχυρού των ιστορικών χρόνων. Τούτο όμως δεν αποκλείει και το ενδεχόμενο της ύπαρξης Πελασγικής ακρόπολης. Υπάρχει και παράδοση, πως παλιόν καιρό, που δε θυμάται κανένας, από την πολλή βροχή ξεκόπηκε ο μισός Γουλάς και βούλιαξε, έγινε πέλαγος, κι απ’ αυτό λέγεται στους πελάγους».
(Σπύρου Μουσελίμη, Η ΛΑΚΚΑ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ, Γιάννινα 1976, σελ. 35, 36).

Ο ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΤΣΑΝΩΝ
«Παλιά εκκλησιά, χτισμένη προ του 1813, ήταν κι ο άη-Ταξιάρχης των Γρατσανών που κατέρεψε από καθίζηση του εδάφους.
Οι εικόνες του, σαρακοφαγωμένες και με μισοκαταστρεμμένες ζωγραφιές καθώς και τα εκκλησιαστικά βιβλία και το ιερό αντιμήνσιο μεταφέρθηκαν στον καινούργιο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Από τις εικόνες, δυο τρεις, κρέμονται επί του τέμπλου, οι άλλες ακουμπισμένες στον τοίχο, η μια πάνω στην άλλη αναμένουν την αναπόφευκτη καταστροφή τους από το χρόνο.
Το αντιμήνσιο, χαλκοχαράχτηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας δαπάνη του αρχιμαντρίτη Ιωακείμ Βαλαμόντε το 1837 και καθιερώθηκε από τον επίσκοπο Δωδώνης το 1879. («ΧΑΛΚΟΧΑΡΑΧΘΕΝ ΕΝ ΛΙΒΟΡΝΩ ΔΑΠΑΝΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΩΑΚΕΙΜ ΒΑΛΑΜΟΝΤΕ ΕΝ ΕΤΕΙ 1837 ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΝ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ … ΔΩΔΩΝΗΣ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ … τη 19 Ιουλίου 1879» (Επιγραφή επί του αντιμηνσίου).
Η παλαιότερη εικόνα είναι του 1813, ζωγραφισμένη από τον εκ της κώμης Βοροτοσίου ζωγράφο Γεώργιο Πλακίδα καθώς και τα δεσποτικά, «ηστορήθησαν τα θηα δεσποτηκα διαχηρος γεοργηου πλακηδα εκομης βοροτοσι ετος 1813 ταξιαρχης» (επιγραφή επί του αντιμηνσίου).
Άλλη πάλι εικόνα είναι της Γέννησης της Θεοτόκου του 1887 «1887 ΙΩΑΚΕΙΜ ΒΕΡΓΗΣ» (επιγραφή επί της εικόνας)».
(Σπύρου Μουσελίμη, Η ΛΑΚΚΑ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ, Γιάννινα 1976, σελ. 86).
Αγία Αικατερίνη
ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ

«Τα μηναία, έκδοσης Βενετίας 1852, προέρχονται από το τυπογραφείο Φοίνικα και στα εξώφυλλα σημειώνονται με μελάνη διάφορες ενθυμήσεις από τις οποίες μαθαίνουμε πως:
1)    Το 1862 εφημέριος Γρατσανών ήταν ο Παπά-Ηλίας από τη Γράσδενη.
2)    Στις 4 του Οχτώβρη 1898 έκαμε μεγάλος κατακλυσμός που κατάστρεψε τα σπαρμένα χωράφια. Στις Μπαουσιούς καταχώθηκαν τρία σπίτια και δυο κορίτσια και στα Τσερίτσανα καταστράφηκε ο μύλος. Τόση ήταν η πλημμύρα που τα νερά υπερπήδησαν το μύλο.
3)    Η αλλαγή του μεν πολιτικού ημερολογίου έγινε το 1923, του δε εκκλησιαστικού το 1924.
4)    Το ιερό δισκοπότηρο κατασκευάστηκε με τ’ ασημικά των κορασίδων και γυναικών του χωριού το 1921, το δε ευαγγέλιο αγοράστηκε με χρήματα της εκκλησιάς».
(Σπύρου Μουσελίμη, Η ΛΑΚΚΑ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ, Γιάννινα 1976, σελ. 86, 87).
ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου